- πάνθηρ
- πάνθηρmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανθήρων — πάνθηρ masc gen pl πάνθηρος supporting all animals masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάνθηρα — πάνθηρ masc acc sg πάνθηρος supporting all animals neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάνθηρας — πάνθηρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάνθηρες — πάνθηρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάνθηρι — πάνθηρ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάνθηρος — πάνθηρ masc gen sg πάνθηρος supporting all animals masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PANTHER — Graece Πανθὴρ, Poetis pro Panthera, quasi Πανὸς θὴρ Panis fera, quia in deliciis Pani et Baccho, ut lynces et tigres: unde in scenis Veter. versatilibus semper ante Bacchi pedes, et inter satyricas vestes pantherina quoque pellis Polluci… … Hofmann J. Lexicon universale
Jaguar — Pour les articles homonymes, voir Jaguar (homonymie). Jaguar … Wikipédia en Français
πάνθηρας — Βλ. λ. λεοπάρδαλη. * * * ο / πάνθηρ, ος, ΝΑ είδος σαρκοφάγων θηλαστικών με χρώμα καστανοκίτρινο και με μαύρες κηλίδες σε κύκλους ποικίλου μεγέθους, το οποίο, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στο γένος Panthera τής… … Dictionary of Greek
μανιτάρια — Κοινή ονομασία του υπέργειου, ογκώδους, γενικά μαλακού και σαρκώδους καρποσώματος ή σποριοφόρου σώματος πολλών ανώτερων μυκήτων, το οποίο παράγεται από ένα πλούσια διακλαδιζόμενο μυκήλιο που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια του εδάφους των δασών… … Dictionary of Greek